Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στολίσκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στολίσκ
ος
οι
στολίσκ
οι
γενική
του
στολίσκ
ου
των
στολίσκ
ων
αιτιατική
τον
στολίσκ
ο
τους
στολίσκ
ους
κλητική
στολίσκ
ε
στολίσκ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στολίσκος
<
στόλος
+
υποκοριστικό
επίθημα
-ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στολίσκος
αρσενικό
μικρός
στόλος
, ολιγάριθμο σύνολο
πλοίων
σύνολο μικρών πλοίων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στολίσκος
αγγλικά
:
flotilla
(en)
γαλλικά
:
flottille
(fr)