flottille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- flottille < (άμεσο δάνειο) ισπανική flotilla, υποκοριστικό του flota (= στόλος)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
flottille | flottilles |
flottille (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
flottille | flottilles |
flottille (fr) θηλυκό