Ετυμολογία

επεξεργασία
flottille < (άμεσο δάνειο) ισπανική flotilla, υποκοριστικό του flota (= στόλος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flɔ.tij/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flottille flottilles

flottille (fr) θηλυκό