ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νεκυοστόλος τὸ νεκυοστόλον
      γενική τοῦ/τῆς νεκυοστόλου τοῦ νεκυοστόλου
      δοτική τῷ/τῇ νεκυοστόλ τῷ νεκυοστόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν νεκυοστόλον τὸ νεκυοστόλον
     κλητική ! νεκυοστόλε νεκυοστόλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νεκυοστόλοι τὰ νεκυοστόλ
      γενική τῶν νεκυοστόλων τῶν νεκυοστόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς νεκυοστόλοις τοῖς νεκυοστόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νεκυοστόλους τὰ νεκυοστόλ
     κλητική ! νεκυοστόλοι νεκυοστόλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεκυοστόλω τὼ νεκυοστόλω
      γεν-δοτ τοῖν νεκυοστόλοιν τοῖν νεκυοστόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκυοστόλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

νεκυοστόλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. (για τον Χάρωνα) που διαπορθμεύει τους νεκρούς μέσω της Στυγός
  2. (για φέρετρο) που μεταφέρει νεκρούς