νεκυοστόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νεκυοστόλος | τὸ | νεκυοστόλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νεκυοστόλου | τοῦ | νεκυοστόλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νεκυοστόλῳ | τῷ | νεκυοστόλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νεκυοστόλον | τὸ | νεκυοστόλον | ||
κλητική ὦ! | νεκυοστόλε | νεκυοστόλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νεκυοστόλοι | τὰ | νεκυοστόλᾰ | ||
γενική | τῶν | νεκυοστόλων | τῶν | νεκυοστόλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νεκυοστόλοις | τοῖς | νεκυοστόλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νεκυοστόλους | τὰ | νεκυοστόλᾰ | ||
κλητική ὦ! | νεκυοστόλοι | νεκυοστόλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεκυοστόλω | τὼ | νεκυοστόλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεκυοστόλοιν | τοῖν | νεκυοστόλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεκυοστόλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίανεκυοστόλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- νεκυοστόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεκυοστόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.