προμετωπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προμετωπίς < προ- + μετωπίς < αρχαία ελληνική μέτωπον [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: προμετωπίδα (με άλλη σημασία)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προμετωπίς θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) στολίδι σε μέτωπο ζώου (όπως αλόγου)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- και στην καθαρεύουσα: η προμετωπίδα σε βιβλίο
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «προμετωπίς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.