μετωπικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετωπικότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική frontalité
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετωπικότητα θηλυκό
- (αρχαιολογία) στην αρχαϊκή γλυπτική, η στάση ενός αγάλματος σε ένα κατακόρυφο, κατά μέτωπο, επίπεδο, χωρίς να στρίβει καθόλου προς το πλευρό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετωπικότητα