πλαγιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγιασμός < (πλαγιάζω) πλαγιασ- + -μός. Δείτε κσι την ελληνιστική πλαγιασμός (κλίση των λέξεων, λοξή θέση πλανητών) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pla.ʝi.aˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐γι‐α‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλαγιασμός αρσενικό
- το ξάπλωμα
- η πλάγια διεύθυνση, η λοξότητα
- (γλωσσολογία) χρησιμοποίηση πλάγιου λόγου[1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαγιασμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «πλαγιάζω, πλαγιασμός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)