Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακριτικός η διακριτική το διακριτικό
      γενική του διακριτικού της διακριτικής του διακριτικού
    αιτιατική τον διακριτικό τη διακριτική το διακριτικό
     κλητική διακριτικέ διακριτική διακριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακριτικοί οι διακριτικές τα διακριτικά
      γενική των διακριτικών των διακριτικών των διακριτικών
    αιτιατική τους διακριτικούς τις διακριτικές τα διακριτικά
     κλητική διακριτικοί διακριτικές διακριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακριτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακριτικός < διακρίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.kɾi.tiˈkos/ & /ðʝa.kɾi.tiˈkos/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐κρι‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διακριτικός, -ή, -ό

  1. που επιτρέπει τη διάκριση χαρακτηριστικών
    διακριτικό σημάδι
  2. που φέρεται με διακριτικότητα, που δείχνει ιδιαίτερη προσοχή και λεπτότητα , ώστε να μην παραβιάσει την ιδιωτική ζωή των άλλων, να μην προσβάλλει τις ευαισθησίες τους και γενικότερα να μην τους ενοχλήσει
     αντώνυμα: αδιάκριτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διακριτικός διακριτική τὸ διακριτικόν
      γενική τοῦ διακριτικοῦ τῆς διακριτικῆς τοῦ διακριτικοῦ
      δοτική τῷ διακριτικ τῇ διακριτικ τῷ διακριτικ
    αιτιατική τὸν διακριτικόν τὴν διακριτικήν τὸ διακριτικόν
     κλητική ! διακριτικέ διακριτική διακριτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διακριτικοί αἱ διακριτικαί τὰ διακριτικᾰ́
      γενική τῶν διακριτικῶν τῶν διακριτικῶν τῶν διακριτικῶν
      δοτική τοῖς διακριτικοῖς ταῖς διακριτικαῖς τοῖς διακριτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διακριτικούς τὰς διακριτικᾱ́ς τὰ διακριτικᾰ́
     κλητική ! διακριτικοί διακριτικαί διακριτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διακριτικώ τὼ διακριτικᾱ́ τὼ διακριτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διακριτικοῖν τοῖν διακριτικαῖν τοῖν διακριτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία