διακριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακριτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακριτικός < διακρίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.kɾi.tiˈkos/ & /ðʝa.kɾi.tiˈkos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐κρι‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδιακριτικός, -ή, -ό
- που επιτρέπει τη διάκριση χαρακτηριστικών
- ⮡ διακριτικό σημάδι
- που φέρεται με διακριτικότητα, που δείχνει ιδιαίτερη προσοχή και λεπτότητα , ώστε να μην παραβιάσει την ιδιωτική ζωή των άλλων, να μην προσβάλλει τις ευαισθησίες τους και γενικότερα να μην τους ενοχλήσει
Συγγενικά
επεξεργασία- διακριτικό (ουδέτερο)
- → δείτε τη λέξη διακρίνω}
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακριτικός
Πηγές
επεξεργασία- διακριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διακριτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διακριτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακριτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.