distinctif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distinctif | distinctifs |
θηλυκό | distinctive | distinctives |
Επίθετο
επεξεργασίαdistinctif (fr)
- διακριτικός
- signe distinctif - διακριτικό σημείο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distinctif | distinctifs |
θηλυκό | distinctive | distinctives |
distinctif (fr)