distinctive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | distinctive |
συγκριτικός | more distinctive |
υπερθετικός | most distinctive |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdistinctive (en)
- διακριτικός, χαρακτηριστικός, που χρησιμεύει γαι να διακρίνουμε κάτι από κάτι άλλο
- ⮡ a distinctive characteristic - ένα διακριτικό γνώρισμα
- ⮡ with a distinctive American accent - με χαρακτηριστική αμερικανική προφορά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
Πηγές
επεξεργασία- distinctive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 222, 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: διακριτικός, χαρακτηριστικός