παραθετικά
θετικός distinctive
συγκριτικός more distinctive
υπερθετικός most distinctive

  Ετυμολογία

επεξεργασία
distinctive < distinct + -ive

  Επίθετο

επεξεργασία

distinctive (en)

  • διακριτικός, χαρακτηριστικός, που χρησιμεύει γαι να διακρίνουμε κάτι από κάτι άλλο
    ⮡  a distinctive characteristic - ένα διακριτικό γνώρισμα
    ⮡  with a distinctive American accent - με χαρακτηριστική αμερικανική προφορά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic