characteristic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | characteristic |
συγκριτικός | more characteristic |
υπερθετικός | most characteristic |
characteristic (en)
- χαρακτηριστικός
- ⮡ with his characteristic enthusiasm - με τον χαρακτηριστικό του ενθουσιασμό
- ⮡ That’s characteristic of your brother!
- Είναι χαρακτηριστικό του αδελφού σου!
- ≈ συνώνυμα: distinctive, representative και typical
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη character
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
characteristic | characteristics |
characteristic (en)
- το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, η ιδιότητα
Πηγές
επεξεργασία- characteristic (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- characteristic (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 195, 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικός