Αγγλικά (en) Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
feature features

  Ετυμολογία Επεξεργασία

feature < αγγλονορμανδική feture

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfiːtʃə/
 

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

feature (en) (μετρήσιμο)

  1. το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, κάτι σημαντικό, ενδιαφέρον ή τυπικό ενός τόπου ή πράγματος
    The ability to reproduce is one of the features of every living organism.
    H ικανότητα αναπαραγωγής είναι ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε ζωντανού οργανισμού.
    a common/distinctive feature - ένα κοινό/χαρακτηριστικό γνώρισμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) τα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα της φυσιογνωμίας κάποιου
    a man with handsome features - ένας άντρας με ωραία χαρακτηριστικά
    He has the features of his father/his mother.
    Έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα/της μητέρας του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
  3. στήλη (στον τύπο)
  4. (πληροφορική) η δυνατότητα (για συσκευή, λογισμικό, κλπ.)

  Πηγές Επεξεργασία