feature
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
feature | features |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- feature < αγγλονορμανδική feture
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
- το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, κάτι σημαντικό, ενδιαφέρον ή τυπικό ενός τόπου ή πράγματος
- ↪ The ability to reproduce is one of the features of every living organism.
- H ικανότητα αναπαραγωγής είναι ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε ζωντανού οργανισμού.
- ↪ a common/distinctive feature - ένα κοινό/χαρακτηριστικό γνώρισμα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- ↪ The ability to reproduce is one of the features of every living organism.
- (συνήθως στον πληθυντικό) τα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα της φυσιογνωμίας κάποιου
- ↪ a man with handsome features - ένας άντρας με ωραία χαρακτηριστικά
- ↪ He has the features of his father/his mother.
- Έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα/της μητέρας του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- στήλη (στον τύπο)
- (πληροφορική) η δυνατότητα (για συσκευή, λογισμικό, κλπ.)
Πηγές Επεξεργασία
- feature (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- feature (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαρακτηριστικό