trait
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trait | traits |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
trait (en)
- το γνώρισμα, το χαρακτηριστικό
- ⮡ a common/distinctive trait - ένα κοινό/χαρακτηριστικό γνώρισμα
- ⮡ He has his father’s/mother’s traits.
- Έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα/της μητέρας του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic