παραθετικά
θετικός distinct
συγκριτικός more distinct
υπερθετικός most distinct

distinct (en)

  1. σαφής, ευδιάκριτος, που μπορώ εύκολα ή καθαρά να ακούσω, να δω, να νιώσω κτλ.
      distinct boundaries - ευδιάκριτα όρια
      There is a distinct improvement.
    Υπάρχει μια σαφής βελτίωση.
  2. ξεχωριστός, διακριτός
      two distinct species - δυο ξεχωριστά είδη
      The federal government of the USA consists of three distinct branches.
    Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.