distinguishing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdistinguishing (en)
- διακριτικός (που μας βοηθά να διακρίνουμε)
- the distinguishing marks of a true leader - τα διακριτικά σημεία ενός πραγματικού ηγέτη
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdistinguishing (en)