distinguish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | distinguish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | distinguishes |
αόριστος | distinguished |
παθητική μετοχή | distinguished |
ενεργητική μετοχή | distinguishing |
Ρήμα
επεξεργασίαdistinguish (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διακρίνω, ξεχωρίζω, διαφοροποιώ, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ⮡ I can not distinguish between them.
- Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
- ⮡ The twins are so alike that I can’t distinguish one from the other.
- Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
- ⮡ We must distinguish the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
- Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
- ⮡ I can not distinguish between them.
- (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) διακρίνω, ξεχωρίζω, διαφοροποιώ, χαρακτηρίζω, είναι ένα χαρακτηριστικό που κάνει δύο ανθρώπους, ζώα ή πράγματα να διαφέρουν
- ⮡ the qualities that distinguish a leader - οι ιδιότητες που διακρίνουν έναν ηγέτη
- ⮡ Speech distinguishes man from other animals.
- Η ομιλία ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τ' άλλα ζώα.
- ⮡ What distinguishes his proposal from all the others is the special respect that he shows to the environment.
- Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον.
- ⮡ the way of speaking which distinguishes the Cretans - ο τρόπος ομιλίας που χαρακτηρίζει τους Κρήτες
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη set apart
- (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) διακρίνω, μπορώ να δω ή να ακούσω κάτι
- (μεταβατικό) χαρακτηρίζω, διακρίνω, ξεχωρίζω, κάνω κάτι τόσο καλά που ο κόσμος με προσέχει και με θαυμάζει
- ⮡ Greeks are distinguished by their hospitality.
- Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται για τη φιλοξενία τους.
- ⮡ Kostas is distinguished by his readiness.
- Ο Κώστας διακρίνεται για την ετοιμότητά του.
- ⮡ He distinguished himself as a war correspondent in Vietnam.
- Ξεχώρισε σαν πολεμικός ανταποκριτής στο Βιετνάμ.
- ⮡ He is distinguished in his field.
- Ξεχώρισε στον τομέα του.
- ⮡ Greeks are distinguished by their hospitality.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- distinguish - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω