ενεστώτας set apart
γ΄ ενικό ενεστώτα sets apart
αόριστος set apart
παθητική μετοχή set apart
ενεργητική μετοχή setting apart

  Ετυμολογία

επεξεργασία
set apart < → δείτε τις λέξεις set και apart

set apart (en)

  1. διακρίνω, ξεχωρίζω, χαρακτηρίζω, διαφοροποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι διαφορετικό ή καλύτερο από άλλους
    ⮡  He set himself apart as a poet.
    Διακρίθηκε σαν ποιητής.
    ⮡  He sets his work apart with attention to detail.
    Η δουλειά του ξεχωρίζει/χαρακτηρίζει από την προσοχή στην λεπτομέρεια.
    ⮡  the way of speaking which sets apart the Cretans - ο τρόπος ομιλίας που χαρακτηρίζει τους Κρήτες
    ⮡  What sets his proposal apart from all the others is the special respect that he shows to the environment.
    Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον.
     συνώνυμα: distinguish
  2. διαθέτω
    ⮡  This space has already been set apart for building a school.
    Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για την ανέγερση σχολείου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allocate