Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεκλιμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κεκλιμέν
ος
η
κεκλιμέν
η
το
κεκλιμέν
ο
γενική
του
κεκλιμέν
ου
της
κεκλιμέν
ης
του
κεκλιμέν
ου
αιτιατική
τον
κεκλιμέν
ο
την
κεκλιμέν
η
το
κεκλιμέν
ο
κλητική
κεκλιμέν
ε
κεκλιμέν
η
κεκλιμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κεκλιμέν
οι
οι
κεκλιμέν
ες
τα
κεκλιμέν
α
γενική
των
κεκλιμέν
ων
των
κεκλιμέν
ων
των
κεκλιμέν
ων
αιτιατική
τους
κεκλιμέν
ους
τις
κεκλιμέν
ες
τα
κεκλιμέν
α
κλητική
κεκλιμέν
οι
κεκλιμέν
ες
κεκλιμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεκλιμένος
<
αρχαία ελληνική
κεκλιμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλίνω
Μετοχή
επεξεργασία
κεκλιμένος -η -ο
που
κλίνει
, που παρουσιάζει
κλίση
κεκλιμένο
επίπεδο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κλιμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
επικλινής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεκλιμένος
αγγλικά
:
inclined
(en)
,
leaning
(en)
γαλλικά
:
incliné
(fr)
, en
pente
(fr)