Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιμένος η κλιμένη το κλιμένο
      γενική του κλιμένου της κλιμένης του κλιμένου
    αιτιατική τον κλιμένο την κλιμένη το κλιμένο
     κλητική κλιμένε κλιμένη κλιμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιμένοι οι κλιμένες τα κλιμένα
      γενική των κλιμένων των κλιμένων των κλιμένων
    αιτιατική τους κλιμένους τις κλιμένες τα κλιμένα
     κλητική κλιμένοι κλιμένες κλιμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κλιμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία