πλαγιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαγιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαγιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαπλαγιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πλαγιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαγιασμένος
πλαγιασμένος, -η, -ο