συγγένεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συγγένεια θηλυκό
- η βιολογική ("εξ αίματος") ή θεσμική ("εξ αγχιστείας") σχέση που συνδέει δυο ή περισσότερα πρόσωπα της ίδιας οικογένειας.
- Ο γάμος μεταξύ ατόμων που συνδέονται με συγγένεια πρώτου και δευτέρου βαθμού απαγορεύεται.
- η σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, με βάση τις ομοιότητές τους ή την κοινή τους προέλευση.
- Πολλοί ιστορικοί της τέχνης διακρίνουν μία συγγένεια ανάμεσα στην τεχνοτροπία των κυκλαδικών ειδωλίων και τη μοντέρνα τέχνη.