συγγένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγγένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγγένεια < συγγενής < (σύν) συγ- + γένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋˈɟe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐γέ‐νει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγγένεια θηλυκό
- η βιολογική (εξ αίματος) ή θεσμική (εξ αγχιστείας) σχέση που συνδέει δυο ή περισσότερα πρόσωπα της ίδιας οικογένειας.
- ⮡ Ο γάμος μεταξύ ατόμων που συνδέονται με συγγένεια πρώτου και δευτέρου βαθμού απαγορεύεται.
- η σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, με βάση τις ομοιότητές τους ή την κοινή τους προέλευση.
- ⮡ Πολλοί ιστορικοί της τέχνης διακρίνουν μία συγγένεια ανάμεσα στην τεχνοτροπία των κυκλαδικών ειδωλίων και τη μοντέρνα τέχνη.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγγένεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συγγένειᾰ | αἱ | συγγένειαι |
γενική | τῆς | συγγενείᾱς | τῶν | συγγενειῶν |
δοτική | τῇ | συγγενείᾳ | ταῖς | συγγενείαις |
αιτιατική | τὴν | συγγένειᾰν | τὰς | συγγενείᾱς |
κλητική ὦ! | συγγένειᾰ | συγγένειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγγενείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συγγενείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγγένεια < συγγεν(ής) + -εια < (σύν) συγ- + γένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγγένεια θηλυκό
- δεσμοί αίματος, εξ αίματος συγγένεια
- η γενικά, το σόι
Πηγές
επεξεργασία- συγγένεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγγένεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.