αγχιστεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγχιστεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγχιστεία < ἀγχιστεύω < ἄγχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγχιστεία θηλυκό
- (νομικός όρος) η συγγενική σχέση που αποκτάται μέσω γάμου με τα μέλη της οικογένειας του/της συζύγου
- (χημεία) σχέση χημικών ουσιών και τάση δημιουργίας μεταξύ τους δεσμών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγχος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγχιστεία
Πηγές
επεξεργασία- αγχιστεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγχιστεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγχιστεία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγχιστεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)