αγχιστεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγχιστεία < αρχαία ελληνική ἀγχιστεία < ἀγχιστεύω < ἄγχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγχιστεία θηλυκό
- η συγγενική σχέση που αποκτάται μέσω γάμου με τα μέλη της οικογένειας του/της συζύγου
Συγγενικά
επεξεργασία- άγχος < αρχαία ελληνική ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό»
- αγχώδης < άγχος
- αγχώνω
- άγχομαι < αρχαία ελληνική ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό»
- άγχωση
- αγχωτικός
- αγχόνη < αρχαία ελληνική ἀγχόνη < ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό»
- αγχιστεία < ἄγχι «πλησίον, κοντά» < ανχ- < ἀγχιστεύω < ἄγχιστα «πλησιέστατα», υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος άγχι «πλησίον»
- αγχέμαχος < ἀγχέμαχος < επίρρημα: ἄγχι «κοντά» + μάχομαι
- αγχίνοια < αρχαία ελληνική ἀγχίνοια < ἀγχίνους
- αγχίνους < αρχαία ελληνική ἄγχι + νοῦς