↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγχιστεία οι αγχιστείες
      γενική της αγχιστείας των αγχιστειών
    αιτιατική την αγχιστεία τις αγχιστείες
     κλητική αγχιστεία αγχιστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγχιστεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγχιστεία < ἀγχιστεύω < ἄγχω
σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική affinitas ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική affinité

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγχιστεία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η συγγενική σχέση που αποκτάται μέσω γάμου με τα μέλη της οικογένειας του/της συζύγου
     αντώνυμα: εξ αίματος
  2. (χημεία) σχέση χημικών ουσιών και τάση δημιουργίας μεταξύ τους δεσμών

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία