Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
affinité affinités

affinité (fr) θηλυκό

  1. η συνάφεια, η ομοιότητα
  2. (νομικός όρος) η συγγένεια
  3. το ταίριασμα, η συμπάθεια
     συνώνυμα: accord, sympathie
     αντώνυμα: désaccord, antipathie