Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταίριασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ταίριασμα
τα
ταιριάσμα
τ
α
γενική
του
ταιριάσμα
τ
ος
των
ταιριασμά
τ
ων
αιτιατική
το
ταίριασμα
τα
ταιριάσμα
τ
α
κλητική
ταίριασμα
ταιριάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταίριασμα
<
ταιριάζω
, ταιριασ- +
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈteɾ.ʝa.zma
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ταί‐ρια‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταίριασμα
ουδέτερο
το να
ταιριάζω
κάτι με κάτι άλλο
το να
ταιριάζω
με κάποιον ή με κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταίριασμα
αγγλικά
:
matching
(en)
γαλλικά
:
accord
(fr)
,
alliance
(fr)