Δείτε επίσης: αγχιστεία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγχιστεί αἱ ἀγχιστεῖαι
      γενική τῆς ἀγχιστείᾱς τῶν ἀγχιστειῶν
      δοτική τῇ ἀγχιστεί ταῖς ἀγχιστείαις
    αιτιατική τὴν ἀγχιστείᾱν τὰς ἀγχιστείᾱς
     κλητική ! ἀγχιστεί ἀγχιστεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγχιστεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀγχιστείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγχιστεία < ἀγχιστεύω + -εία < ἄγχιστος < ἄγχι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγχιστεία, -ας θηλυκό

  1. (στενή) συγγένεια
  2. δικαίωμα κληρονομιάς
  3. αποκλεισμός λόγω καταγωγής