Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄγχι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enǵʰ- (σφίγγω). Συγγενές με το ἄγχω (πιέζω)

Επίρρημα

επεξεργασία

ἄγχι, συγκριτικός:ἆσσον/ἀγχίων, υπερθετικός:ἄγχιστα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία