Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγχιρόη <  ἄγχι + ρέω [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγχιρόη θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία