Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
affinity affinities

  Ετυμολογία επεξεργασία

affinity < (κληρονομημένο) μέση αγγλική affinite (σχέση από γάμο) < παλαιά γαλλική afinite (γαλλική affinité) < λατινική affīnitās < affīnis.[1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

affinity (en)

  1. συμπάθεια
  2. (βιοχημεία) συμβατότητα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη affine

  Αναφορές επεξεργασία

  1. affinity - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  2. affinity - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)