συγγενάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συγγενάδι | τα | συγγενάδια |
γενική | του | συγγεναδιού | των | συγγεναδιών |
αιτιατική | το | συγγενάδι | τα | συγγενάδια |
κλητική | συγγενάδι | συγγενάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγγενάδι < συγγενής + υποκοριστικό επίθημα -άδι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγγενάδι ουδέτερο
- (σπάνιο) υποκοριστικό του συγγενής
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγγενάδι
|