Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγγενεύω < συγγεν(ής) + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.ɟeˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγ‐γε‐νεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

συγγενεύω, αόρ.: συγγένεψα (αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή)

  1. γίνομαι συγγενής με κάποιον
  2. έχω συγγένεια με κάποιον
  3. (μεταφορικά) έχω ομοιότητες με ...

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία