βιολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιολογικός < γαλλική biologique < biolog(ie) (βιολογία βιο-) + -ique (-ικός). Το ελληνιστικό βιολογικός, διαφορετικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.o.lo.ʝiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
βιολογικός
- σχετικός με τη βιολογία
- που καλλιεργείται χωρίς τη χρήση συνθετικών χημικών (εντομοκτόνων, ζιζανιοκτόνων, κλπ.), την προσθήκη ορμονών, και τη γενετική τροποποίηση
Παράγωγα επεξεργασία
- βιολογικά (επίρρημα)
Εκφράσεις επεξεργασία
- βιολογική ασπίδα
- βιολογικός έλεγχος
- βιολογική καλλιέργεια
- βιολογικός καθαρισμός
- βιολογικός κύκλος
- βιολογικός πόλεμος
- βιολογικός ρολόι
- βιολογικό φίλτρο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχετικός με τη βιολογία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- βιολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιολογικός < βιολόγ(ος) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
βιολογικός (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
- βιολογέω, βιολογῶ
- βιολόγος
- και → δείτε τις λέξεις βίος και λόγος
Πηγές επεξεργασία
- βιολογικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.