βιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βιολόγος | οι | βιολόγοι |
γενική | του/της | βιολόγου | των | βιολόγων |
αιτιατική | τον/τη | βιολόγο | τους/τις | βιολόγους |
κλητική | βιολόγε | βιολόγοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιολόγος < γαλλική biologiste < bio- (βιο-) + -logiste (-λόγος). Το ελληνιστικό βιολόγος, διαφορετικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.oˈlo.ɣos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη της φύσης και των ζωντανών οργανισμών και εξερευνά τους κανόνες που διέπουν τις λειτουργίες τους
- Ο βιολόγος μελετώντας τη φύση αναλύει στο εργαστήριο την οικολογία, τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία των οργανισμών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιολόγος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βιολόγος | οἱ | βιολόγοι |
γενική | τοῦ | βιολόγου | τῶν | βιολόγων |
δοτική | τῷ | βιολόγῳ | τοῖς | βιολόγοις |
αιτιατική | τὸν | βιολόγον | τοὺς | βιολόγους |
κλητική ὦ! | βιολόγε | βιολόγοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιολόγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βιολόγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιολόγος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις βίος και λόγος
Πηγές
επεξεργασία- βιολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.