Δείτε επίσης: Κατηγορία:Βιολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιολογία οι βιολογίες
      γενική της βιολογίας των βιολογιών
    αιτιατική τη βιολογία τις βιολογίες
     κλητική βιολογία βιολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Biologie ή γαλλική biologie < αρχαία ελληνική βιο- + -λογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιολογία θηλυκό

  • επιστήμη η οποία ασχολείται με τη μελέτη όλων των ζωντανών οργανισμών

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία