παλαιοβιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιοβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palaeobiology < αρχαία ελληνικά παλαιός + βίος + λόγος. Μορφολογικά αναλύεται ως παλαιο- + βιολογία (< βιο- + -λογία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιοβιολογία θηλυκό
- (βιολογία) κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη ζωικών και φυτικών μορφών παλαιότερων γεωλογικών εποχών [1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλαιοβιολογία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.