κοσμοβιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμοβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Kosmobiologie < αρχαία ελληνική κόσμος + βίος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμοβιολογία θηλυκό
- (αστρονομία, βιολογία) αστρονομική μέθοδος που δίνει ιδιαίτερη σημασία στα μεσοδιαστήματα κατά τη διαδικασία χαρτογράφησης και δημιουργίας του κοσμογράμματος των ουράνιων σωμάτων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Cosmobiology στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμοβιολογία