μεσοδιάστημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοδιάστημα < μέσο + διάστημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interspace
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσοδιάστημα ουδέτερο
- ο χρόνος, το διάστημα, ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές ή περιόδους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοδιάστημα