Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτογράφηση οι χαρτογραφήσεις
      γενική της χαρτογράφησης* των χαρτογραφήσεων
    αιτιατική τη χαρτογράφηση τις χαρτογραφήσεις
     κλητική χαρτογράφηση χαρτογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτογράφηση < καθαρεύουσα χαρτογράφη(σις) (χαρτογραφώ) χαρτογράφη- + -ση[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτογράφηση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρτογραφώ, η απεικόνιση των γεωγραφικών, διοικητικών κ.λπ. στοιχείων ενός τόπου σε χάρτη
  2. (κατ’ επέκταση) η ιατρική απεικόνιση σε ένα είδος χάρτη κάποιων δεδομένων σημαντικών για την υγεία ή την έρευνα γενικά
    χαρτογράφηση των ελιών που έχει ο άνθρωπος στο σώμα του (χαρτογράφηση σπίλων)
    χαρτογράφηση γονιδιώματος
    χαρτογράφηση του εγκεφάλου για την αντιμετώπιση της Αλτσχάιμερ, της Πάρκινσον..
  3. η διερεύνηση ενός χώρου ή μιας κατάστασης ασαφούς, για την οποία κάποιος θέλει να σχηματίσει πιο καθαρή εικόνα, όχι απαραιτήτως γεωγραφική
    ...επιχειρείται μια χαρτογράφηση των ψηφοφόρων των τριών μεγαλύτερων κομμάτων στον ιδεολογικό χώρο...
  4. η αναπαράσταση για παιδαγωγικούς και άλλους σκοπούς σε οιονεί χάρτη μιας κατάστασης ή κάποιων γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους
    εννοιολογική χαρτογράφηση - χαρτογράφηση εννοιών
  5. η απεικόνιση ηλεκτρικού πεδίου
    χαρτογράφηση ηλεκτρικού πεδίου (Electric Field Mapping)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία