χαρτογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτογράφηση | οι | χαρτογραφήσεις |
γενική | της | χαρτογράφησης* | των | χαρτογραφήσεων |
αιτιατική | τη | χαρτογράφηση | τις | χαρτογραφήσεις |
κλητική | χαρτογράφηση | χαρτογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρτογράφηση < καθαρεύουσα χαρτογράφη(σις) (χαρτογραφώ) χαρτογράφη- + -ση[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτογράφηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρτογραφώ, η απεικόνιση των γεωγραφικών, διοικητικών κ.λπ. στοιχείων ενός τόπου σε χάρτη
- (κατ’ επέκταση) η ιατρική απεικόνιση σε ένα είδος χάρτη κάποιων δεδομένων σημαντικών για την υγεία ή την έρευνα γενικά
- ⮡ χαρτογράφηση των ελιών που έχει ο άνθρωπος στο σώμα του (χαρτογράφηση σπίλων)
- ⮡ χαρτογράφηση γονιδιώματος
- ⮡ χαρτογράφηση του εγκεφάλου για την αντιμετώπιση της Αλτσχάιμερ, της Πάρκινσον..
- η διερεύνηση ενός χώρου ή μιας κατάστασης ασαφούς, για την οποία κάποιος θέλει να σχηματίσει πιο καθαρή εικόνα, όχι απαραιτήτως γεωγραφική
- ⮡ ...επιχειρείται μια χαρτογράφηση των ψηφοφόρων των τριών μεγαλύτερων κομμάτων στον ιδεολογικό χώρο...
- η αναπαράσταση για παιδαγωγικούς και άλλους σκοπούς σε οιονεί χάρτη μιας κατάστασης ή κάποιων γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους
- ⮡ εννοιολογική χαρτογράφηση - χαρτογράφηση εννοιών
- η απεικόνιση ηλεκτρικού πεδίου
- ⮡ χαρτογράφηση ηλεκτρικού πεδίου (Electric Field Mapping)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρτογράφηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαρτογράφηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας