Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτογράφησις < (χαρτογραφώ) χαρτογραφη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτογράφησις θηλυκό