οιονεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οιονεί < αρχαία ελληνική οἱονεί < οἷον + - εί
Επίρρημα επεξεργασία
οιονεί (λόγιο)
- κάτι σαν, κατά κάποιο τρόπο
- Ἦτο ὁ μαστρο-Πανάγος ὁ μαραγκός, μέ τήν κεφαλήν προέχουσαν ὣς τό ἀνώφλιον, μέ τήν μίαν πλευράν οἱονεί κολλημένην ἐπί τοῦ παραστάτου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)