ραδιοβιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιοβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radiobiology < ραδιο- + αρχαία ελληνική βίος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοβιολογία θηλυκό
- (βιολογία) κλάδος της βιολογίας, στον οποίο κύριο αντικείμενο έρευνας και μελέτης αποτελεί η δράση των ραδιενεργών ακτινοβολιών γενικά πάνω σε διάφορους έμβιους οργανισμούς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοβιολογία