εξωβιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική exobiology < αρχαία ελληνική ἔξω + βίος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξωβιολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξωβιολογία
εξωβιολογία θηλυκό