βιοαστρονομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοαστρονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioastronomy < αρχαία ελληνική βίος + ἀστήρ + νέμω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοαστρονομία θηλυκό
- (αστρονομία, βιολογία) διεπιστημονικός κλάδος που εξετάζει το θέμα ύπαρξης ζωής πέρα από τον πλανήτη γη
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοαστρονομία