Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεπιστημονικός η διεπιστημονική το διεπιστημονικό
      γενική του διεπιστημονικού της διεπιστημονικής του διεπιστημονικού
    αιτιατική τον διεπιστημονικό τη διεπιστημονική το διεπιστημονικό
     κλητική διεπιστημονικέ διεπιστημονική διεπιστημονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεπιστημονικοί οι διεπιστημονικές τα διεπιστημονικά
      γενική των διεπιστημονικών των διεπιστημονικών των διεπιστημονικών
    αιτιατική τους διεπιστημονικούς τις διεπιστημονικές τα διεπιστημονικά
     κλητική διεπιστημονικοί διεπιστημονικές διεπιστημονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεπιστημονικός < δι- + επιστήμον(ας) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interdisciplinary[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.e.pi.sti.mo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ε‐πι‐στη‐μο‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διεπιστημονικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερες επιστήμες ή σε επιστήμονες διαφόρων κλάδων
    ※ Βασικό ζητούμενο τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν ο διεπιστημονικός λόγος. Θεαματική ήταν και η στροφή πολλών θεωρητικών και μελετητών προς την Ανθρωπολογία προκειμένου από τα εργαλεία, τις μεθόδους και γενικότερα από την ανθρωπολογική προοπτική να ωφεληθούν η ανάλυση και η θεωρία των Τεχνών, η Ερμηνευτική, οι λόγοι για τον πολιτισμό και τις μορφές της πολιτιστικής επικοινωνίας
    Ελένη Βαροπούλου, Τέχνη και τελετουργία, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία