pluridisciplinaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pluridisciplinaire | pluridisciplinaires |
Επίθετο
επεξεργασία
pluridisciplinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά πολλές επιστήμες ή πολλά μαθήματα ταυτόχρονα, διεπιστημονικός, διαθεματικός