μικροβιολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροβιολογία | οι | μικροβιολογίες |
γενική | της | μικροβιολογίας | των | μικροβιολογιών |
αιτιατική | τη | μικροβιολογία | τις | μικροβιολογίες |
κλητική | μικροβιολογία | μικροβιολογίες | ||
Ο πληθυντικός είναι καταχρηστικός | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbiologie < microbe + -logie < αρχαία ελληνική μικρός + βίος + λέγω (μικρο- + βιο- + -λογία)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.vi.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐βι‐ο‐λο‐γί\α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροβιολογία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροβιολογία