↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μικροβιολόγος οι μικροβιολόγοι
      γενική του/της μικροβιολόγου των μικροβιολόγων
    αιτιατική τον/τη μικροβιολόγο τους/τις μικροβιολόγους
     κλητική μικροβιολόγε μικροβιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροβιολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbiologiste < microbio + -logiste < μικρο- + βιο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροβιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία