Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μικρο- < μικρό(ς)
για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική micro- [1]

  Πρόθημα επεξεργασία

μικρο-

  1. ασυνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη την έννοια του μικρού ως προς το μέγεθος, όγκο, την ηλικία, σημασία κ.λπ.
    μικροπρέπεια, μικροδείχνω, μικροκλίμα
    μικρόσωμος, μικρόκοσμος
    μικρανεψιός, μικρεμπόριο
  2. (ιατρική) ασυνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη την έννοια του παθολογικά μικρού
    μικροκεφαλία
  3. (για μονάδα μέτρησης) ένα εκατομμυριοστό (μόνον η μορφή μικρο-)
    μικροαμπέρ
    σημείωση: δε μετακινείται ο τόνος. Συνήθως είναι λέξεις απροσάρμοστες στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. [1]

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • μικρό-
  • μικρ- (όταν ακολουθεί φωνήεν, σε παλιές συνθέσεις)

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μικρο- < μικρό(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

'μικρο-, μικρό- (ή μικρ- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρο- < μικρό(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

'μικρο-, μικρό- (ή μικρ- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία