μικρο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μικρο- < μικρό(ς)
- για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική micro- [1]
Πρόθημα
επεξεργασίαμικρο-
- α’ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη την έννοια του μικρού ως προς το μέγεθος, όγκο, την ηλικία, σημασία κ.λπ.
- (ιατρική) α’ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη την έννοια του παθολογικά μικρού
- (για μονάδα μέτρησης) ένα εκατομμυριοστό (μόνον η μορφή μικρο-)
- μικροαμπέρ
- σημείωση: δε μετακινείται ο τόνος. Συνήθως είναι λέξεις απροσάρμοστες στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. [1]
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μικρό-
- μικρ- (όταν ακολουθεί φωνήεν, σε παλιές συνθέσεις)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 μικρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μικρο- < μικρό(ς)
Πρόθημα
επεξεργασία'μικρο-, μικρό- (ή μικρ- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικρο- < μικρό(ς)
Πρόθημα
επεξεργασία'μικρο-, μικρό- (ή μικρ- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις μικρο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts