Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροαμπέρ < μικρο- + αμπέρ ((άμεσο δάνειο) γαλλική microampère) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροαμπέρ ουδέτερο άκλιτο

  • (φυσική) μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισούται με ένα εκατομμυριοστό του αμπέρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία