αμπέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική ampère < Ampère, το επώνυμο του Γάλλου φυσικού Αντρέ Μαρί Αμπέρ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /amˈbeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπέρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπέρ ουδέτερο άκλιτο
- η μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων S.I.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αμπέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας