Ουσιαστικό

επεξεργασία

amp (en)

  1. (προφορικό) το αμπέρ (συντομογραφία της λέξης ampere)
  2. (προφορικό) ο ενισχυτής (σύντμηση της λέξης amplifier)
    → δείτε τις λέξεις pre-amp και power amp

amp (en)