αμπερομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπερομετρικός < αμπερόμετρο + -ικός < γαλλική ampèremètre
Επίθετο
επεξεργασίααμπερομετρικός, -ή, -ό
- (φυσική) που έχει σχέση με το αμπερόμετρο ή αναφέρεται σ' αυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμπερομετρικός